λαμπρύνεται

λαμπρύνεται
λαμπρύ̱νεται , λαμπρύνω
make bright
aor subj mid 3rd sg (epic)
λαμπρύ̱νεται , λαμπρύνω
make bright
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”